- φλογιώ
- (I)-άω, Α(ιατρ. όρος) ερεθίζομαι και κοκκινίζω, παθαίνω φλόγωση («τότε μᾱλλον τὸ πρόσωπον φλογιᾷ», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. φλόξ, φλογός με κατάλ. -ιῶ / -ιάω (πρβλ. ὠχρ-ιῶ) ή αποτελεί παρ. τής λ. φλογιά].————————(II)-έω, Α [φλόξ, φλογός]καίω κάτι εντελώς, κατακαίω.
Dictionary of Greek. 2013.